- ἀτυζηλός
- ἀτυζηλός, ή, όν,A frightful,
δεῖμα A.R.2.1057
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δεῖμα A.R.2.1057
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ατυζηλός — ἀτυζηλός, ή, όν (Α) [ατύζομαι] εκπληκτικός, φοβερός … Dictionary of Greek
ἀτυζηλός — frightful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυζηλόν — ἀτυζηλός frightful masc acc sg ἀτυζηλός frightful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτυζηλῷ — ἀτυζηλός frightful masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek